- τετράχειρ
- τετράχειρ [ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ,A four-handed, of Apollo, IG5(1).259 ([place name] Sparta), Zen.1.54, Lib.Or.11.204, Hsch. s.v. κυνακίας.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. ἑκατόγ χειρ] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek